certitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

certitude (en)

  1. η βεβαιότητα, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
     συνώνυμα: certainty



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
certitude certitudes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

certitude (fr) θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]