Μετάβαση στο περιεχόμενο

certitude

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

certitude (en)



      ενικός         πληθυντικός  
certitude certitudes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

certitude (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]