close-up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: up-close
      ενικός         πληθυντικός  
close-up close-ups

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
close-up < close + up

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

close-up (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το κοντινό πλάνο
    ⮡  A close-up of his face made the scene more dramatic.
    Ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του έκανε τη σκηνή πιο δραματική.