conclusive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός conclusive
συγκριτικός more conclusive
υπερθετικός most conclusive

Επίθετο

[επεξεργασία]

conclusive (en)

  • οριστικός, κάτι αποδεικνύεται με τρόπο που είναι σίγουρο και δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία
    ⮡  conclusive evidence - οριστικές αποδείξεις
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη final