conclusive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | conclusive |
συγκριτικός | more conclusive |
υπερθετικός | most conclusive |
Επίθετο[επεξεργασία]
conclusive (en)
- οριστικός, κάτι αποδεικνύεται με τρόπο που είναι σίγουρο και δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία
Πηγές[επεξεργασία]
- conclusive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 633. ISBN 9780194325684., λήμμα: οριστικός