conducteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- conducteur < conduire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conducteur | conducteurs |
θηλυκό | conductrice | conductrices |
conducteur (fr) αρσενικό
- ο οδηγός
- (τεχνολογία) (ηλεκτρισμός) ο αγωγός
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conducteur | conducteurs |
θηλυκό | conductrice | conductrices |
conducteur (fr)
[επεξεργασία]
- conductance
- conducteur - conductrice
- conductibilité
- conduction
- conductivité
- conduire
- conduit
- conduite