Μετάβαση στο περιεχόμενο

cornichon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cornichon cornichons

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔʁ.ni.ʃɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cornichon (fr) αρσενικό

  1. (λαχανικό) το υπόξινο αγγουράκι που κόπηκε πριν μεγαλώσει και διατηρείται σε ξίδι σαν καρύκευμα
  2. (αργκό) ο ανόητος, ο χαζός, ο βλάκας, ο μπουμπούνας