cort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
- cort. / cortex
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | corz | corz |
cas régime | cort | corz |
cort
Επίθετο[επεξεργασία]
cort
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cort (ro)