country
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
country | countries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]country (en)
- η χώρα, μια περιοχή γης που έχει τη δική της κυβέρνηση και νόμους
- ↪ European countries - οι Ευρωπαϊκές χώρες
- ↪ We trade with all countries.
- Κάνουμε εμπόριο με όλες τις χώρες.
- (μόνο ενικός, the country) η εξοχή
- ↪ We’re going into the country.
- Πάμε στην εξοχή.
- ≈ συνώνυμα: countryside
- ↪ We’re going into the country.
- (μόνο ενικός, the country) η πατρίδα, οι άνθρωποι μιας χώρας· το έθνος συνολικά
- ↪ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
- ↪ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- (μη μετρήσιμο) είδος μουσικής