crow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crow | crows |
crow (en)
- (πτηνό) ο κόρακας, το κοράκι
- ⮡ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
- Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
- ⮡ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crows |
αόριστος | crowed |
παθητική μετοχή | crowed |
ενεργητική μετοχή | crowing |
crow (en)
- λαλώ, για έναν κόκορα που κράζει
- ⮡ The rooster crowed.
- Λάλησε ο κόκορας.
- συγκρίνετε με το: caw
- ⮡ The rooster crowed.
- κομπάζω
Πηγές
[επεξεργασία]
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crow (br)