crow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Crow

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crow crows

crow (en)

  • (πτηνό) ο κόρακας, το κοράκι
    ⮡  We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
    Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
ενεστώτας crow
γ΄ ενικό ενεστώτα crows
αόριστος crowed
παθητική μετοχή crowed
ενεργητική μετοχή crowing

crow (en)

  1. λαλώ, για έναν κόκορα που κράζει
    ⮡  The rooster crowed.
    Λάλησε ο κόκορας.
    συγκρίνετε με το: caw
  2. κομπάζω



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crow (br)