crow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crow | crows |
crow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | crow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crows |
αόριστος | crowed |
παθητική μετοχή | crowed |
ενεργητική μετοχή | crowing |
crow (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crow (br)