Μετάβαση στο περιεχόμενο

czystość

Από Βικιλεξικό
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική czystość czystości
γενική czystości czystości
δοτική czystości czystościom
αιτιατική czystość czystości
οργανική czystością czystościami
τοπική czystości czystościach
κλητική czystości czystości

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

czystość (pl) θηλυκό