déduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.dyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
déduction | déductions |
déduction (fr) θηλυκό
- αφαίρεση
- επαγωγή
- συνεπαγωγή
- (λογική) παραγωγή
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη déduire