détroit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
détroit détroits

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
détroit < destreit < λατινική districtus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.tʁwa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

détroit (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]