daube
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
daube | daubes |
daube (fr) θηλυκό
- τρόπος ψησίματος ορισμένων κρεάτων σε κλειστό σκεύος
- (κατ’ επέκταση) το κρέας που μαγειρεύεται μ' αυτό τον τρόπο
- (οικείο) αντικείμενο ή εργασία κακής ποιότητας