Μετάβαση στο περιεχόμενο

definite

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός definite
συγκριτικός more definite
υπερθετικός most definite

Επίθετο

[επεξεργασία]

definite (en)

  • οριστικός, είναι σίγουρο και απίθανο να αλλάξει
      a definite date/answer - μια οριστική ημερομηνία/απάντηση
      I am very definite about what I like.
    Είμαι πολύ σίγουρος για το τι μου αρέσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη certain

Σύνθετα

[επεξεργασία]