diminution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diminution < diminuer
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /di.mi.ny.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diminution | diminutions |
diminution (fr) θηλυκό
- η μείωση, η συρρίκνωση, η ελάττωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- affaiblissement
- amoindrissement
- baisse
- chute
- déclin
- décroissance
- décrue
- déperdition
- fléchissement
- recul
- réduction
- régression