diribitor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diribitor < diribit(um) + -or
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /diˈri.bi.tor/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diribitor αρσενικό (dĭrĭbĭtŏr)