dispense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dispense (en)
- διανέμω, διαθέτω, χορηγώ, διαμοιράζω, μοιράζω
- απελευθερώνω τμηματικά
- dispense with: απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispense | dispenses |
dispense (fr) θηλυκό
- η απαλλαγή
- elle a eu une dispense de gymnastique - απαλλάχτηκε από τη γυμναστική (το μάθημα)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dispenser