draw up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | draw up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | draws up |
αόριστος | drew up |
παθητική μετοχή | drawn up |
ενεργητική μετοχή | drawing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]draw up (en)
- (μεταβατικό) συντάσσω (κείμενο)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω κάτι, σκαρώνω, επινοώ
- (αμετάβατο) ακινητοποιούμαι, κοκαλώνω, παγώνω