economic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
economic (en)
- οικονομικός, σχετικός με την οικονομία μιας χώρας ή τη διαχείριση των οικονομικών ενός ατόμου
- οικονομικός, που κάνει οικονομία, δεν κάνει σπατάλες