economical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός economical
συγκριτικός more economical
υπερθετικός most economical

Ετυμολογία [επεξεργασία]

economical < economic + -al

Επίθετο[επεξεργασία]

economical (en)

  • οικονομικός, που έχει καλή εξυπηρέτηση ή αξία σε σχέση με τον χρόνο ή τα χρήματα που δαπανήθηκαν
    an economical car - οικονομικό αυτοκίνητο

Πηγές[επεξεργασία]