ιρλανδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ιρλανδικά | ||
γενική | των | ιρλανδικών | ||
αιτιατική | τα | ιρλανδικά | ||
κλητική | ιρλανδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιρλανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιρλανδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιρλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) επίσημη γλώσσα της Ιρλανδίας (μαζί με την αγγλική). Ανήκει στη γαελική ομάδα των κελτικών γλωσσών. Τα πρώτα γραπτά της κείμενα ήταν με χαρακτήρες που συνιστούσαν εξέλιξη των ρουνών)· αργότερα υιοθέτησε το λατινικό αλφάβητο.
- Από το 1921 είναι υποχρεωτική η διδασκαλία των ιρλανδικών (γαελικών) στα σχολεία της Ιρλανδίας.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ιρλανδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιρλανδικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)