ιρλανδικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκοτικά γαελικά, Κατηγορία:Ιρλανδική γαελική γλώσσα
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ιρλανδικά
      γενική των ιρλανδικών
    αιτιατική τα ιρλανδικά
     κλητική ιρλανδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιρλανδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιρλανδικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Στατιστική έρευνα του 1871 για τους ομιλητές της ιρλανδικής (γαελικής) στην Ιρλανδία.
Νησίδες ιρλανδικής γλώσσας (γαελικών), 20ος αιώνας.

ιρλανδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) επίσημη γλώσσα της Ιρλανδίας (μαζί με την αγγλική). Ανήκει στη γαελική ομάδα των κελτικών γλωσσών. Τα πρώτα γραπτά της κείμενα ήταν με χαρακτήρες που συνιστούσαν εξέλιξη των ρουνών)· αργότερα υιοθέτησε το λατινικό αλφάβητο.
    Από το 1921 είναι υποχρεωτική η διδασκαλία των ιρλανδικών (γαελικών) στα σχολεία της Ιρλανδίας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ιρλανδικά