elderly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | elderly |
συγκριτικός | more elderly |
υπερθετικός | most elderly |
elderly (en)
- ηλικιωμένος
- ⮡ The elderly woman does not have a steady hand.
- Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έχει σταθερό χέρι.
- ⮡ The elderly woman does not have a steady hand.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]elderly (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι ηλικιωμένοι
- ⮡ Kids and the elderly need special care.
- Τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα.
- ⮡ Kids and the elderly need special care.