elderly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
elderly < elder + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός elderly
συγκριτικός more elderly
υπερθετικός most elderly

elderly (en)

  • ηλικιωμένος
    ⮡  The elderly woman does not have a steady hand.
    Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν έχει σταθερό χέρι.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elderly (en)

  • (μόνο πληθυντικός) οι ηλικιωμένοι
    ⮡  Kids and the elderly need special care.
    Τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα.