empirique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- empirique < λατινική empiricus < αρχαία ελληνική εμπειρικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
empirique | empiriques |
empirique (fr) αρσενικό