enthrall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | enthrall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enthralls |
αόριστος | enthralled |
παθητική μετοχή | enthralled |
ενεργητική μετοχή | enthralling |
Ρήμα[επεξεργασία]
enthrall (en)
- (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) συναρπάζω, είναι τόσο ενδιαφέρον, όμορφο κτλ. που του δίνω όλη μου την προσοχή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- enthral - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 843. ISBN 9780194325684., λήμμα: συναρπάζω