eseist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
eseist (ro) αρσενικό
- ο λογοτέχνης που γράφει δοκίμια
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του eseist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un eseist | eseistul | nişte eseiști | eseiștii |
γενική | a unui eseist | eseistului | a unor eseiști | eseiștilor |
δοτική | a unui eseist | eseistului | a unor eseiști | eseiștilor |
αιτιατική | un eseist | eseistul | nişte eseiști | eseiștii |
κλητική | — | - | — | - |