exemplaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exemplaire exemplaires

exemplaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υποδειγματικός, που αξίζει να μιμηθεί κανείς
     συνώνυμα: édifiant
  2. παραδειγματικός, που γίνεται για να τον αποφύγει κανείς
     συνώνυμα: dissuasif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exemplaire exemplaires

exemplaire (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) το υπόδειγμα
  2. το αντίτυπο, το αντίγραφο
     συνώνυμα: copie, épreuve
  3. το δείγμα
     συνώνυμα: échantillon, spécimen

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη exemple