exhibit
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exhibit | exhibits |
exhibit (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) η έκθεση, μια συλλογή πραγμάτων, για παράδειγμα έργα τέχνης, που παρουσιάζονται στο κοινό
- ⮡ You should go to the painting exhibit soon!
- Να πάτε στην έκθεση ζωγραφιρκής σύντομα!
- ≈ συνώνυμα: exhibition (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ You should go to the painting exhibit soon!
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | exhibit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exhibits |
αόριστος | exhibited |
παθητική μετοχή | exhibited |
ενεργητική μετοχή | exhibiting |
exhibit (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κάνω επίδειξη, δείχνω κάτι σε δημόσιο χώρο για να το απολαύσουν οι άνθρωποι ή να τους δώσω πληροφορίες
- ⮡ I am exhibiting a new dishwasher.
- Κάνω επίδειξη ενός νέου πλυντηρίου.
- ⮡ I am exhibiting a new dishwasher.
- (μεταβατικό, επίσημο) επιδεικνύω, δείχνω ξεκάθαρα ότι έχω ή νιώθω μια συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ικανότητα, συναίσθημα ή σύμπτωμα
Πηγές
[επεξεργασία]- exhibit (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- exhibit (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319, 319-320. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδεικνύω, επίδειξη