exponentially
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | exponentially |
συγκριτικός | more exponentially |
υπερθετικός | most exponentially |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exponentially < exponential + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]exponentially (en)
- (επίσημο) εκθετικά, κατακόρυφα
- ⮡ World trade has expanded exponentially.
- Το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε εκθετικά.
- ⮡ The public’s interest grew exponentially.
- Tο ενδιαφέρον του κοινού αυξήθηκε κατακόρυφα.
- ⮡ World trade has expanded exponentially.