facial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

facial (en)

facial massage - μασάζ στο πρόσωπο
facial expression - οι εκφράσεις του προσώπου
facial nerve - το προσωπικό νεύρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

facial (en)

  1. η περιποίηση προσώπου
  2. (αργκό) απαγορευμένο χτύπημα στο πρόσωπο σε αγώνα
  3. (χυδαίο) η εκσπερμάτωση στο πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό facial faciaux
θηλυκό faciale faciales

facial (fr)