fence sitter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fence sitter fence sitters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fence sitter < fence + sitter (< sit), από τον ιδιωματισμό sit on the fence

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfens ˈsɪt.ər/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

fence sitter (en)

  1. το άτομο που διστάζει να λάβει θέση σε ένα ζήτημα, που είναι ουδέτερο ή αναποφάσιστο μεταξύ δυο απόψεων, είτε διότι δεν μπορεί να διαμορφώσει γνώμη, είτε διότι, για διάφορους λόγους, αποφεύγει να υποστηρίξει τη μια ή την άλλη πλευρά
  2. (δυνητικά μειωτικό) αμφιφυλόφιλος ή πρόσωπο με ακαθόριστο σεξουαλικό προσανατολισμό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • fence-sitter

Συγγενικά[επεξεργασία]