findings
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfaɪn.dɪŋz/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
findings (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
findings (en) (μόνο πληθυντικός)
- τα μικρά εργαλεία και υλικά που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες
Πηγές[επεξεργασία]
- findings - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- findings - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)