flicker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flicker | flickers |
flicker (en)
- τρεμόπαιγμα, αναλαμπή, σύντομη κίνηση
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | flicker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flickers |
αόριστος | flickered |
παθητική μετοχή | flickered |
ενεργητική μετοχή | flickering |
flicker (en)
- τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω, τρέμω
- ↪ The candle flickered in her hand.
- Το κερί τρεμοσβήνε στο χέρι της.
- ↪ A faint light flickered far away.
- Μακριά έτρεμε ένα αδύνατο φως.
- ↪ The candle flickered in her hand.