τρεμόπαιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
το τρεμόπαιγμα (el) ουδέτερο, ενικός
τα τρεμοπαίγματα (el) πληθυντικός
προτιμώνται οι διατυπώσεις στον πληθυντικό
- ασταθής ακούσια κίνηση, ένδειξη, απόδοση κτλ.