τρεμόπαιγμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το τρεμόπαιγμα (el) ουδέτερο, ενικός
τα τρεμοπαίγματα (el) πληθυντικός
προτιμώνται οι διατυπώσεις στον πληθυντικό
- ασταθής ακούσια κίνηση, ένδειξη, απόδοση κτλ.