flumen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flumen < fluo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (=ρέω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flumen (la) ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flumen | flumină |
γενική | fluminis | fluminum |
δοτική | fluminī | fluminĭbus |
αιτιατική | flumen | flumină |
κλητική | flumen | flumină |
αφαιρετική | flumine | fluminĭbus |