format
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
format (en)
- (πληροφορική) μορφότυπο, ο τύπος αρχείου
- (πληροφορική), (για σκληρό δίσκο) διαμόρφωση
Υπώνυμα[επεξεργασία]
(μορφότυπα, επεκτάσεις αρχείων):
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
format στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
format | formats |
format (fr) αρσενικό
- το φορμά, οι τυπικές διαστάσεις ενός αντικειμένου
- η μορφή, ο τρόπος παρουσίασης