format
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
format | formats |
format (fr) αρσενικό
- το φορμά, οι τυπικές διαστάσεις ενός αντικειμένου
- η μορφή, ο τρόπος παρουσίασης