fouetté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fouetté < fouetter
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fouetté | fouettés |
θηλυκό | fouettée | fouettées |
fouetté (fr)
- (μαγειρική) ανακατεμένος με το χτυπητήρι ή το μίξερ
- crème fouettée
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fouetté | fouettés |
fouetté (fr) αρσενικό
- (χορογραφία) επί τόπου στροφή που εκτελείται πάνω σε ένα πόδι, δίνοντας ορμή με το άλλο πόδι και που, συνήθως, εκτελείται επανειλημμένα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Fouetté#F στη γαλλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη fouet