fouetté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fouetté < fouetter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fwe.te/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fouetté fouettés
θηλυκό fouettée fouettées

fouetté (fr)

crème fouettée

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fouetté fouettés

fouetté (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Fouetté#F στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  fouet