furnus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]furnus αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | furnus | furnī |
| γενική | furnī | furnōrum |
| δοτική | furnō | furnīs |
| αιτιατική | furnum | furnōs |
| κλητική | furne | furnī |
| αφαιρετική | furnō | furnīs |