gâche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gâche | gâches |
gâche (fr) θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα μέσα στο οποίο μπαίνει η γλώσσα μιας κλειδαριάς ή ενός παραθύρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gâche < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gâche | gâches |
gâche (fr) θηλυκό