gęstość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gęstość | gęstości |
γενική | gęstości | gęstości |
δοτική | gęstości | gęstościom |
αιτιατική | gęstość | gęstości |
οργανική | gęstością | gęstościami |
τοπική | gęstości | gęstościach |
κλητική | gęstości | gęstości |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gęstość (pl) θηλυκό