gag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gag (en)
- το φίμωτρο
- το καλαμπούρι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gag | gags |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gag (fr) αρσενικό
- γρήγορη κωμική σκηνή
- (κατ’ επέκταση) απίστευτη, απίθανη ιστορία