gastejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gastejo < gasto (καλεσμένος, επισκέπτης) + ejo (τόπος, χώρος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gastejo | gastejoj |
αιτιατική | gastejon | gastejojn |
gastejo (eo)