generously
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | generously |
συγκριτικός | more generously |
υπερθετικός | most generously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]generously (en)
- γενναιόδωρα
- ⮡ Nature endowed him generously.
- H φύση τον προίκισε γενναιόδωρα.
- ⮡ Nature endowed him generously.