gigantesque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gigantesque < ιταλική gigantesco
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gigantesque | gigantesques |
gigantesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό