gigantesque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- gigantesque < (άμεσο δάνειο) ιταλική gigantesco
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʒi.ɡɑ̃.tɛsk/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gigantesque | gigantesques |
gigantesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό