géant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | géant | géants |
θηλυκό | géante | géantes |
géant (fr) αρσενικό
- (οικείο) εξαιρετικός
- C'est géant ! Φανταστικό! Καταπληκτικό!
- ≈ συνώνυμα: fabuleux, formidable, génial, super
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
géant | géants |
géant (fr) αρσενικό