gratification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɡratɪfɪˈkeɪʃn/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gratification
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gratification | gratifications |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gratification (fr) θηλυκό
- φιλοδώρημα, το δώρο (χρηματικό)