grenade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grenade (en)
- η χειροβομβίδα
- (παρωχημένο, φρούτο) το ρόδι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grenade | grenades |
grenade (fr) θηλυκό
- η χειροβομβίδα
- (φρούτο) το ρόδι
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη grain