grippe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grippe < (άμεσο δάνειο) γαλλική grippe

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grippe (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • grippe - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  • grippe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • grippe - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grippe < ρήμα gripper

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
grippe grippes

grippe (fr) θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]