grippe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grippe < (άμεσο δάνειο) γαλλική grippe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grippe (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- grippe - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- grippe - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- grippe - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grippe < ρήμα gripper
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grippe | grippes |
grippe (fr) θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- grippe - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- grippe - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online