guimbarde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
guimbarde | guimbardes |
guimbarde (fr) θηλυκό
- (οικείο) κακοφτιαγμένη κιθάρα
- Il est monté sur sa guimbarde et il a disparu. Ανέβηκε στο σαράβαλό του κι έγινε καπνός.