Μετάβαση στο περιεχόμενο

guinderesse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
guinderesse < guinder

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɛ̃.dʁɛs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guinderesse guinderesses

guinderesse (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  guinder