habile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
habile (fr)
- (παρωχημένο) ικανός, κατάλληλος
- (νομικός όρος) που πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση ενός δικαιώματος
- επιτήδειος, επιδέξιος
- έξυπνος, πονηρός