hail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από το αρχαίο αγγλικό hæġl

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hail (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

hail (en)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’

Ρήμα[επεξεργασία]

hail (en)

  1. (μεταβατικό) χαιρετώ
    Hail Linzen
  2. (μεταβατικό) χαιρετίζω με ενθουσιασμό, επευφημώ
    He was hailed as a hero
  3. (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον/κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
    Hail a taxi
  4. κατάγομαι από, έχω γεννηθεί
    She hails from Kalamazoo