hail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το αρχαίο αγγλικό hæġl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hail (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
hail (en)
- ρίχνει χαλάζι
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Παραλλαγή του hale ‘υγεία, ασφάλεια’
Ρήμα[επεξεργασία]
hail (en)
- (μεταβατικό) χαιρετώ
- Hail Linzen
- (μεταβατικό) χαιρετίζω με ενθουσιασμό, επευφημώ
- He was hailed as a hero
- (μεταβατικό) φωνάζω κάποιον/κάτι, τον καλώ δυνατά για να κερδίσω την προσοχή του
- Hail a taxi
- κατάγομαι από, έχω γεννηθεί
- She hails from Kalamazoo